Άπις

Άπις
I
Ιερός ταύρος των Αιγυπτίων. Τον λάτρευαν ως ενσάρκωση του Όσιρη και του γιου του Ώρου, αλλά και ως γιο του θεού Φθα. Η λατρεία του είναι βεβαιωμένη από τα πανάρχαια χρόνια έως την ελληνορωμαϊκή εποχή. Εικονίζεται με τον ηλιακό δίσκο ανάμεσα στα κέρατά του· στο κέντρο του δίσκου υπήρχε διακοσμητικό στοιχείο που παρίστανε το φίδι νάγια. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας ταύρος που έπρεπε να έχει λευκές κηλίδες με ορισμένο σχήμα: ένα τρίγωνο στο μέτωπο, ένα μισοφέγγαρο στα πλευρά και έναν αετό στον τράχηλο. Όταν ανακάλυπταν έναν τέτοιο ταύρο, πανηγύριζαν την ενθρόνισή του και έπειτα τον μετέφεραν με πομπή στο Απίειον, όπου πήγαιναν πλήθη Αιγυπτίων για να συμβουλευτούν τους χρησμούς του. Όταν πέθαινε, τον βαλσάμωναν και τον έθαβαν μέσα σε πελώρια σαρκοφάγο. Από την εποχή του Ραμσή Β’ (1298-1232 π.Χ.) καθιερώθηκε κοινή υπόγεια κρύπτη για τους ιερούς ταύρους σε μεγάλη σήραγγα κοντά στη Μέμφιδα. Την κρύπτη αυτή, γνωστή με το όνομα Σεράπειον, ανακάλυψε ο Γάλλος αρχαιολόγος Μαριέτ το 1815.
Παράσταση του ιερού ταύρου των Αιγυπτίων, που επονομαζόταν Άπις, σε στήλη που βρέθηκε στη Μέμφιδα (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
II
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Ένας από τους γιους του Ώρου (αιγυπτιακή θεότητα), που φρουρούσαν τα σπλάχνα των νεκρών, ιδιαίτερα το δοχείο που περιείχε το συκώτι και το οποίο είχε για κάλυμμα κεφάλι πιθήκου.
2. Μυθολογικό πρόσωπο της Πελοποννήσου, που της έδωσε το όνομα Απία ή Άπις. Γιος του Φορονέα, βασιλιά του Άργους και της νύμφης Λαοδίκης, αδελφός της Νιόβης ή γιος του Απόλλωνα από τη Ναύπακτο, γιατρός και μάντης ή γιος του Ιάσονα που βασίλευσε στην Αρκαδία και σκοτώθηκε κατά λάθος από τον Αίολο. Η πληροφορία πως πήγε στην Αίγυπτο και ίδρυσε τη Μέμφιδα οφείλεται ίσως στη συνωνυμία του με τον Αιγύπτιο θεό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀπίς — fem nom sg Ἀ̱πίς , ἄπιος 2 far away fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄπις — Ἄ̱πῑς , Ἆπις masc acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἀπις Apis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἆπις — Ἆ̱πις , Ἆπις masc nom sg Ἆ̱πις , Ἆπις masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπί — Ἀπίς fem voc sg Ἀ̱πί , ἄπιος 2 far away fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπίδα — Ἀπίς fem acc sg Ἀ̱πίδα , ἄπιος 2 far away fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπίδι — Ἀπίς fem dat sg Ἀ̱πίδι , ἄπιος 2 far away fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπίδος — Ἀπίς fem gen sg Ἀ̱πίδος , ἄπιος 2 far away fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄπιν — Ἀπις Apis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Apis — APIS, is, oder ĭdos, Gr. Ἄπις, ιδος. 1 §. Namen. Er war ein lebendiger natürlicher Ochs, und soll von dem ebräischen Abh, Vater, seyn benannt worden. Voss. Theol. gent. L. I. c. 29. Da aber der stärkste Grund solcher Ableitung darauf beruhet, daß …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Ἀπίδων — Ἀ̱πίδων , Ἆπις masc gen pl Ἀπίς fem gen pl Ἀπις Apis fem gen pl Ἀ̱πίδων , ἄπιος 2 far away fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”